- συστοιχεῖν
- συστοιχέωstand in the same rankpres inf act (attic epic doric)συστοιχέωstand in the same rankpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συστοιχώ — έω, ΜΑ [σύστοιχος] πορεύομαι σύμφωνα με κάτι («συστοιχεῑν τῷ λόγῳ Σωκράτους», Μουσών.) αρχ. 1. στέκομαι στην ίδια σειρά ή γραμμή («ἐφ ὅσον συζύγοῡντας καὶ συστοιχοῡντας διαμένειν», Πολ.) 2. αντιστοιχώ («τὸ γὰρ Σινᾱ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβία,… … Dictionary of Greek